ὀλιγόμισθος

ὀλιγόμισθος
ὀλῐγό-μισθος, ον,
A receiving small wages, Pl.Ep. 348a ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολιγόμισθος — ὀλιγόμισθος, ον (Α) αυτός που παίρνει μικρό μισθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μισθός] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγομισθοτέρους — ὀλιγόμισθος receiving small wages masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγομίσθους — ὀλιγόμισθος receiving small wages masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • μικρόμισθος — η, ο (Α μικρόμισθος, ον) αυτός που παίρνει μικρό μισθό, ολιγόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μισθός (πρβλ. μεγαλό μισθος)] …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”